- ρόδινος
- -η, -ο / ῥόδινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ νεοελλ.1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη»)2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινοτο χρώμα τού ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» — είναι υπερβολικά αισιόδοξοςνεοελλ.-μσν.αυτός που έχει το χρώμα τού ρόδου, ο τριανταφυλλής'αρχ.φτειαγμένος από τριαντάφυλλα (α. «ῥόδινος στέφανος», Ανακρ. β. ῥόδινον μύρον», Κηφισσόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.